- βαθυπράσινος
- η , ο [ος , ον ] см. βαθιοπράσινος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθυπράσινος — η, ο αυτός που έχει σκούρο πράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Παύλο Λάμπρου] … Dictionary of Greek
βαθυπράσινος — η, ο που έχει βαθύ, σκούρο, πράσινο χρώμα: Τα νερά στις τροπικές παραλίες είναι συχνά βαθυπράσινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
σμαραγδόχρωμος — η, ο και σμαραγδόχρους, ουν, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού σμαράγδου, βαθυπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμαραγδόχρωμος < σμάραγδος + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. καστανό χρωμος. Ο τ. σμαραγδόχρους (< σμάραγδος + χρους [< χρώς «χρώμα,… … Dictionary of Greek
βαθιοπράσινος — η, ο βλ. βαθυπράσινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)